Κορυφαία στιγμή της εθνικής αντίστασης στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ήταν η μάχη της γέφυρας των Παπάδων (που τότε ήταν ένας μικρός οικισμός κοντά στο χωριό Σιδηρόνερο της Δράμας) στον ποταμό Νέστο, στις 7 με 11 Μαϊου του 1944. Η μάχη αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δυστυχώς, όμως, υποτιμήθηκε η πραγματική της σημασία στις μετέπειτα εξελίξεις και παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους και ιδιαίτερα στους νεότερους συμπατριώτες μας.
Το ιστορικό της μάχης αυτής έχει περιληπτικά ως εξής: Στην τοποθεσία »Τρία Δένδρα» στο όρος Καρά-Ντερέ της Δράμας θα πραγματοποιούνταν αεροπορικές ρίψεις εφοδίων (οπλισμός, ρούχα κλπ.) από τους Συμμάχους, όπως συνέβαινε συχνά την περίοδο εκείνη. Οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής κινητοποιήθηκαν με σκοπό, αφ’ ενός μεν να εμποδίσουν τους Έλληνες αντάρτες να ενισχύονται, παραλαμβάνοντας εφόδια από τους Συμμάχους και αφ’ ετέρου να τους δώσουν ένα ισχυρό αιφνιδιαστικό χτύπημα για να τους διαλύσουν. Οι Έλληνες αντάρτες, όμως, πληροφορήθηκαν εγκαίρως τους σκοπούς και τις κινήσεις των Βουλγάρων και αποφάσισαν να στήσουν ενέδρα στις καλά εξοπλισμένες με οχήματα, πυροβόλα και άλλο βαρύ οπλισμό βουλγαρικές στρατιωτικές μονάδες (συνολικής δύναμης ενός ενισχυμένου συντάγματος), που έσπευδαν στην περιοχή. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε για την ενέδρα ήταν η γέφυρα του Νέστου, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Παπάδες (που βρισκόταν τότε σε απόσταση 35 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη της Δράμας). Στις 06/05/1944 οι επικεφαλείς των ΕΑΟ στο Καρά Ντερέ (Αναστάσιος Αβραμίδης) και στο Μποζ Νταγ (Παντελής Παπαδάκης) έδωσαν εντολή στους καπεταναίους τους (Λαφτσίδη και Σελαλματζίδη) να πάρουν θέσεις μάχης μαζί με τα παλληκάρια τους κοντά στην γέφυρα των Παπάδων, στην ανατολική όχθη του ποταμού Νέστου, που την εποχή της άνοιξης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, λόγω των ορμητικών νερών του, των πλημμυρών και της πυκνής ομίχλης, που δημιουργεί . Ήταν περίπου 80 Έλληνες αντάρτες με αρκετά καλό εξοπλισμό, που περιελάμβανε πολυβόλα, αυτόματα όπλα , όλμους και αντιαρματικό, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Το πρωί της 7ης Μαΐου η εμπροσθοφυλακή ενός βουλγαρικού τάγματος, την ώρα που επιχειρούσε να διαβεί την γέφυρα, συνολικού μήκους 140 περίπου μέτρων, δέχθηκε συντονισμένα θεριστικά πυρά από τα πολυβόλα των Ελλήνων ανταρτών. Σταδιακά οι ελληνικές δυνάμεις, που καθοδηγούσαν οι οπλαρχηγοί Γιάννης Αμανατίδης, Αναστάσιος Αβραμίδης, Κυριάκος Λαζαρίδης και Βασίλης Παπαδόπουλος, ενισχύθηκαν από το αρχηγείο του όρους Φαλακρό και έφθασαν περίπου τους 160 ενόπλους. Ολόκληρα το βουλγαρικό τάγμα καθηλώθηκε, καθώς τα εύστοχα πυρά των ανταρτών του προκαλούσαν μεγάλες απώλειες, ενώ πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες, στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν, έπεφταν στα μανιασμένα νερά του Νέστου και πνίγονταν. Η μάχη μαίνονταν για πολλές ώρες και οι Βούλγαροι, χωρίς να μπορούν να διαβούν την γέφυρα, αποδεκατίζονταν, ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις, που έφθασαν εκεί, διαθέτοντας ισχυρό οπλισμό και αεροπορική υποστήριξη.
Οι Βούλγαροι με την χρήση όλμων και πυροβολικού προσπαθούσαν να απωθήσουν τους Έλληνες μαχητές και να περάσουν την γέφυρα, χωρίς να το επιτυγχάνουν και η μάχη συνεχιζόταν και τις επόμενες τρείς ημέρες με αμείωτη ένταση. Τις ημέρες αυτές στους μαχόμενους Έλληνες αντάρτες προσήλθαν και άλλες ενισχύσεις σε άνδρες και πολεμοφόδια, με τους οποίους ο συνολικός αριθμός τους ξεπέρασε τους 400, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής ενίσχυαν τους αντάρτες στην πρώτη γραμμή με τρόφιμα. Στις 9 Μαΐου επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία μια ύστατη προσπάθεια των Βουλγάρων να κερδίσουν την μάχη, καθώς γερμανικά και βουλγαρικά αεροπλάνα στούκας βομβάρδισαν τις θέσεις των Ελλήνων ανταρτών, ενώ από την ελληνική πλευρά Βρετανός λοχαγός, με ειδικότητα στα σαμποτάζ και τις ανατινάξεις, που ήταν σύνδεσμος με το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και μάχονταν μαζί με τους άνδρες της ΕΣΕΑ, επιχείρησε χωρίς θετικό αποτέλεσμα να ανατινάξει την γέφυρα με εκρηκτικά . Οι Έλληνες αντάρτες συνέχιζαν οργανωμένα και μεθοδικά να αποκρούουν συνεχώς με επιτυχία τις βουλγαρικές επιθέσεις, προξενώντας μεγάλες απώλειες. Έμεναν σταθεροί στις θέσεις τους, εμποδίζοντας την διέλευση της γέφυρας από τον εχθρό και απεχώρησαν συντεταγμένοι την νύχτα της 9ης προς 10η Μαϊου, αφού είχαν μάθει, ότι έφθαναν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις από το εσωτερικό της Βουλγαρίας για να τους πλήξουν από τα νώτα.
Οι μεγάλες απώλειες των Βουλγάρων και τα σκληρά αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων αμάχων
Έτσι έληξε η νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη της γέφυρας των Παπάδων, που στοίχισε την ζωή εκατοντάδων Βουλγάρων στρατιωτών και προξένησε τον φόβο και τον τρόμο των κατακτητών απέναντι στα ελληνικά ένοπλα ανταρτικά σώματα.
Οι διάφορες πηγές δίδουν διαφορετικούς αριθμούς για τις απώλειες των δύο πλευρών. Οι αντάρτες φέρονται να έχουν από πέντε μέχρι εννιά νεκρούς και αρκετούς τραυματίες, (περίπου 28), ενώ για τους Βουλγάρους η ελληνική πλευρά δίνει τον σίγουρα υπερβολικό αριθμό των 700 νεκρών, τραυματιών και αγνοουμένων. Οι Βρετανοί κάνουν λόγο για 150 Βουλγάρους νεκρούς και τραυματίες (μεταξύ των οποίων ένας συνταγματάρχης και πολλοί άλλοι αξιωματικοί). Ο δεύτερος αριθμός είναι μάλλον πιθανότερος, σίγουρα, όμως, πρόκειται για μια ιστορική νίκη των ανδρών των ΕΑΟ και την μεγαλύτερη επιτυχία του αντάρτικου στην περιοχή.
Μετά την αποτυχία τους σε αυτή την σύγκρουση και τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν, οι Βούλγαροι κατακτητές, όπως άλλωστε συνήθιζαν, ξέσπασαν σε άγρια αντίποινα εναντίον του εντόπιου άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Δεκάδες χωριά της ορεινής Δράμας πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοι τους εκτοπίστηκαν στο βουλγαρικό έδαφος. Μαινόμενοι Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες έκαιγαν εκκλησίες και ελληνικές περιουσίες, βασάνιζαν και εκτελούσαν Έλληνες κατοίκους της περιοχής χωρίς οίκτο και διάκριση. Πυρπολήθηκαν η υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από τους Βουλγάρους σχεδόν όλα τα χωριά ανατολικά του Νέστου (Μελισσομάνδρα, Βουνοχώρι, Αγριοκερασιά, Παπάδες, Σκαλωτή, Καλλίκαρπο, Σιδηρόνερο, Οροπέδιο κλπ.), αλλά τις μεγαλύτερες καταστροφές γνώρισε το χωριό Πολυγέφυρο, όπου πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια και έγιναν μαζικές εκτελέσεις αμάχων, ακόμη και γυναικοπαίδων.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, ότι στις 11 Μαϊου 1944 στο χωριό Σκαλωτή της Δράμας οι Βούλγαροι τουφέκισαν 10 άτομα, εκ των οποίων τα 5 ήταν ανήλικα παιδιά, ενώ στο Πολυγέφυρο οι Βούλγαροι εκτέλεσαν όσους κατοίκους βρήκαν στο χωριό, το οποίο και έκαψαν. Τα γυναικόπαιδα μάλιστα τα έριξαν στην φωτιά. Τα αντίποινα συνεχίσθηκαν και τις επόμενες ημέρες και επεκτάθηκαν μέχρι τον νομό Ξάνθης. Εκατοντάδες Έλληνες μεταφέρθηκαν στα πεδινά ή στην Βουλγαρία και τα σπίτια τους πυρπολήθηκαν. Οι βουλγαρικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών εξαπλώθηκαν στα όρη Τσαλ Νταγ και Φαλακρό. Το κυνηγητό ήταν συνεχές, ανηλεές και άγριο. Οι αντάρτες είχαν μικρές απώλειες, αλλά υποχωρούσαν συντεταγμένα, αποφεύγοντας την διάλυση και διατηρώντας τον οπλισμό τους. Τους ακολούθησαν πολλοί χωρικοί της περιοχής για να αποφύγουν τα αντίποινα. Τότε, σαν βοήθεια προς τους Έλληνες αντάρτες και σαν απάντηση στα σκληρά αντίποινα των Βουλγάρων, η Συμμαχική Αεροπορία ανέλαβε δράση και σμήνη βομβαρδιστικών αεροπλάνων πραγματοποίησαν επιδρομές στην Βουλγαρία, βομβαρδίζοντας την πρωτεύουσα Σόφια και άλλες βουλγαρικές περιοχές, προξενώντας πολλές καταστροφές.
Μήνυμα του βουλευτή Δράμας της ΝΔ κ. Κ.Μπλούχου
H μνήμη είναι καθήκον, και η επιμνημόσυνη δέηση είναι η προσευχή στο Θεό, να κρατήσει αιώνια στη μνήμη Του, τους αγαπημένους μας, τους ανθρώπους που με αυταπάρνηση και ηρωισμό πριν 76 χρόνια έδιωξαν τους Βούλγαρους κατακτητές από την ευρύτερη περιοχή της Δράμας. Έδωσαν έτσι, στο πεδίο τη μάχης ένα τέλος στις κατακτητικές διαθέσεις των Βουλγάρων που επιθυμούσαν τη Δράμα και την Καβάλα ως έδαφός τους.
Η μνημοσύνη της Μάχης της Γέφυρας των Παπάδων αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη πατριωτισμού των Δραμινών πολιτών.