Μέσα στη μακραίωνη ιστορία της παρουσίας του ανθρώπου πάνω στην γη, ο ανθρώπινος νους προσπαθεί ακατάπαυστα να προσεγγίσει τον Θεό. Να ορίσει με έννοιες και να εκφράσει με λέξεις το περιεχόμενο της θεότητας και ό,τι αυτή εκφράζει και συνεπάγεται για την ζωή του και έτσι γεννιέται η πίστη και οριοθετείται η δογματική διδασκαλία και δημιουργούνται οι θρησκείες. Το θείο όμως πάντοτε μένει απρόσιτο και ο πεπερασμένος νους μας αδυνατεί να το προσεγγίσει.
Πώς να γνωρίσω τον άφατο Θεό; Πώς να κατανοήσω το μεγαλείο της παντοδυναμίας του; Ο νους μου ξεκινώντας το μεγάλο ταξίδι της γνώσης της θεότητας πάντοτε ναυαγεί στις αισθήσεις. Αδυνατεί να υπερκεράσει την πλημμυρίδα των γήινων ερεθισμών των αισθήσεων και βρίσκει ως σωτήρια λέμβο την πίστη. Η πίστη είναι τούτη που φτερώνει τον νου και τον μεταθέτει στα ουράνια.
Στην προσπάθεια στοχασμού στο άπειρο της μεγαλοσύνης του Θεού η ανθρώπινη νοητική περατότητα είναι καταπιεστικά ανεπαρκής και ανασταλτική για τον κάθε πιστό. Στην αναγκαιότητα ορισμού η κάθε ψυχή προσδιορίζει το θείο μέσα από την προσωπική ανεπάρκεια της, οριοθετώντας και τα πλαίσια προσέγγισης της με το θείο.
Ο πιστός, όσο προετοιμασμένος κι αν είναι, αδυνατεί να κατανοήσει να προσεγγίσει μέσα στα όρια των αισθήσεων, πίσω από το καταπέτασμα της κτιστότητάς του, στην σκιά της βιοτικής μέριμνας, στην προοπτική των γήινων οφθαλμών του, το άπειρο της θεότητας, το ατελεύτητο της Δυνάμεώς Του, το υπέρλογο της αγάπης Του, το άναρχο της ύπαρξής Του και το ακατάληπτο της ευσπλαχνίας Του. Αυτή είναι η προσωπική και ταυτόχρονα ομαδική ανεπάρκεια κατανόησης, η μέθη ενώπιον του απύθμενου βάθους της θεότητας, η θεία ηδονή της έκπαγλης, εκτυφλωτικής λάμψης του θείου φωτός, μπροστά στην δική μας ανημπόρια, τυφλότητα, χαυνότητα της αγνωσίας μας καθιστά φτωχούς και πένητες. Ο νους μας πεπερασμένος ασθενεί. Ακροβατεί στα όρια της λογικής, του υπέρλογου και του παράλογου. Θυμίζει τους τυφλούς της ευαγγελικής περικοπής που κράζουν και φωνάζουν χωρίς να βλέπουν, όμως η ψυχή τους γεμίζει από την ελπίδα του θαύματος. Έτσι η ψυχή μας ιλιγγιά στην σκέψη της εξιχνίασης του βάθους της θείας αγάπης και από την άλλη ο φόβος της πτώσης στο άγνωστο πέρα από τον νόμο την οδηγεί στο να το βάλει στα πόδια. Έτσι και ο νους μας, φθάνοντας στα ακρόχειλα της προσέγγισης της θεότητας ιλιγγιά. Αδυνατεί να σκύψει και να προσμετρήσει το βάθος και το μήκος της παρουσίας του Θεού και μπροστά στο άπειρο και την αδυναμία του το βάζει στα πόδια παρατά την προσπάθεια και αρκείται στην καθημερινότητα. Έτσι όμως χάνει την μοναδική ευκαιρία να απολαύσει την συνάντηση με το μεγαλείο. Την αντάμωση με την αλήθεια και επιστρέφει στα γνώριμα και συνηθισμένα. Σ’ αυτά που οι αισθήσεις έμαθαν να αναγνωρίζουν, τα γήινα, τα ανθρώπινα τα ορισμένα.
Βέβαια, ο Θεός είναι άπειρος, και ουδέποτε θα κατορθώσουμε να τον κατανοήσουμε. Για τούτο είμαστε σίγουροι. Είναι άναρχος, είναι αιώνιος είναι άφατος. Πρόσκαιρα μόνο σαν σε κάτοπτρο και μέσα από αίνιγμα, όπως λέγει ο απόστολος, μας αποκαλύπτουν ψιχία της δόξης του Θεού. Το Μυστήριο της θεότητας, η θεία ουσία , η σωτηριώδης αγάπη Του, θα μένουν πάντοτε πέρα και έξω από κάθε προσπάθεια οριοθέτησής τους από την λογική μας.
Ο άνθρωπος, όμως διψά γι’ αυτήν την γνώση του Θεού. Και επειδή η ανθρώπινη μας φύση αδυνατεί να μας βοηθήσει, θα πρέπει να κάνουμε μια υπέρβαση, να υπερβούμε τα όρια της λογικής μας, να απελευθερωθούμε από τα δεσμά των αισθήσεων, να αποστασιοποιηθούμε από το κράτος της λογικής και να ακολουθήσουμε την ατραπό της πίστης.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.
Αρχιμ. Παύλος Κίτσος.